- πάλλει
- πάλλωpoisepres ind mp 2nd sgπάλλωpoisepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δορίπαλτος — δορίπαλτος, ον (Α) «δορίπαλτος χείρ» το δεξί χέρι, αυτό που πάλλει το δόρυ … Dictionary of Greek
εγχέσπαλος — ἐγχέσπαλος, ο (Α) αυτός που πάλλει το έγχος, ο μαχητής … Dictionary of Greek
θυρσαχθής — θυρσαχθής, ές (Α) (πιθ. εσφ. ανάγν. αντί θυρσεγχής) (για τον Βάκχο) θυρσοφόρος ή αυτός που κρατάει και πάλλει τον θύρσο σαν δόρυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + αχθής (< άχθος), πρβλ. επ αχθής, πολυ αχθής] … Dictionary of Greek
ορσοτρίαινα — ὀρσοτρίαινα, ὁ (Α) (δωρ. τ.) αυτός που πάλλει, που κινεί την τρίαινα («ὀρσοτρίαινα δ ἐπ Ἰσθμῷ ποντίᾳ ἅρμα... τανύειν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσο , κατά τα σύνθ. σε ὀρσι (βλ. λ. όρνυμι), με συνδετικό φωνήεν ο + τρίαινα] … Dictionary of Greek
πάλσις — πάλσις, ἡ (Α) [πάλλω] 1. το να πάλλει κάποιος κάτι, κραδασμός 2. αστραπιαία κίνηση 3. η παλμική κίνηση τής καρδιάς 4. (στον Επίκουρο) εσωτερική δόνηση, παλμός … Dictionary of Greek
πετώ — πετῶ, άω, ΝΜ 1. ίπταμαι, μετακινούμαι κουνώντας ρυθμικά τα φτερά μου («όταν πετά και κελαηδεί») 2. μτφ. κινούμαι ολοταχώς («οι λογισμοί πετάξανε, στον ουρανό εφτάσα», Ερωτ.) 3. βαδίζω γρήγορα, τρέχοντας («επετούσαν προς την οικίαν εκείνην», Παπαδ … Dictionary of Greek
σακέσπαλος — ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) αυτός που πάλλει, που χειρίζεται δηλαδή την ασπίδα, πολεμιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σακεσ τού σιγμόληκτου σάκος, τὸ, «ασπίδα» + παλος (< πάλλω), πρβλ. εγχέσ παλος] … Dictionary of Greek
φλογέρα — (Μουσ.). Πνευστό μουσικό όργανο, των βοσκών κυρίως, διαδεδομένο σε όλους τους λαούς από τα αρχαία χρόνια. Στην αρχαία Ελλάδα το συναντούμε ως αυλό, σε διάφορους τύπους και ονομασίες. Κατά την πρώτη βυζαντινή περίοδο αναφέρεται όπως και κατά την… … Dictionary of Greek
πάλλω — έπαλα 1. μτβ., σείω, δονώ, κουνώ δυνατά, κραδαίνω κάτι που κρατάω: Φώναζε και έπαλλε με οργή το ραβδί στο χέρι του. 2. αμτβ., κραδαίνομαι, δονούμαι, χτυπώ: Η καρδιά μου πάλλει κανονικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)